Τα καινούργια sneakers στα πόδια μου και οι psycho realm στα ακουστικά, είχαν δώσει ένα πολύ ιδιαίτερο στυλ στον τρόπο που βάδιζα, αλητεία φάση και έτσι.
Φτάνοντας στη στάση να περιμένω το λεωφορείο, έβγαλα απ' την τσάντα την εφημερίδα με τις αγγελίες για να τσεκάρω τελευταία φορά την διεύθυνση της εταιρίας. Δεν θα στο κρύψω, ήμουν πάρα πολύ χαρούμενος που θα ξαναεργαστώ, όχι τόσο για την χαρά της εργασίας και αυτές τις μπούρδες, αλλά επειδή θα άρχισε να αδειάζει η στοίβα με τους λογαριασμούς στο τραπέζι...
Μάλλον!
Άλλη μια βαρετή διαδρομή, κίνηση, κουβέντες ηλικιωμένων φωναχτές μέχρι να τους δώσει κάποιος σημασία, (μείγμα με Παπαδόπουλο, ρατσισμό, κόψιμο σύνταξης και κατάντια της σημερινής νεολαίας), το μάτι γαρίδα μην μπει ελεγκτής και μπλα μπλα μπλα, τα ίδια και τα ίδια, μην κουράζω κιόλας, έχεις μπει και εσύ σε λεωφορείο.
Στάση, κατέβασμα, περπάτημα και άντε να αρχίζω να ρωτάω τους περαστικούς που βρίσκεται η οδός ανθέων και επαναστάσεως. Αφού ρώτησα ένα κάρο ανθρώπους που δεν γνώριζαν, είδα έναν τύπο σαν ζητιάνο να με πλησιάζει.
-φίλε μου, μου κάνει, μπροστά σου είναι το στενό που ψάχνεις, περπάτησε 300 μέτρα μα πρόσεχε, είναι περίεργος μονόδρομος, ερημικός και αν είσαι αργός σίγουρα θα σε αρπάξουν τα αδέσποτα.
Μα τι πας να κάνεις εκεί πέρα;
Έβγαλα πενήντα λεπτά απο την τσέπη, του έδωσα και ένα στριφτό που είχα έτοιμο και έφυγα, δεν είχα όρεξη για τσάμπα κουβέντες. Συνέχισα το δρόμο μου λοιπόν μέχρι που είδα μια ελάχιστη στο μάτι πινακίδα πάνω απο μια πρόχειρα φτιαγμένη πόρτα. Έσπρωξα την πόρτα δίχως να χτυπήσω και εκείνη την στιγμή αντίκρισα τον πιθανό μου εργοδότη.
-30 ευρώ είναι την μέρα και 100 τη νύχτα, διάλεξε βάρδια και ξεκίνα.
-Ναι, ωραία μου ακούγονται τα ποσά, αλλά τι θα κάνω ακριβώς; ποιες είναι οι αρμοδιότητες μου;
-Την πινακίδα δεν την είδες;
-Την είδα.
-Τι γράφει;
-Νεκροταφείο απολεσθέντων νομίζω.
-Εδω πέρα νεαρέ μου, είμαστε σοβαρή επιχείρηση. Ο,τι έχει χάσει ο καθένας και το θέλει πίσω, έρχεται εδώ, μας το περιγράφει και αν το έχουμε του το δίνουμε πίσω. Χαμένα πορτοφόλια, δαχτυλίδια, και τέτοιες μπούρδες.
-Α μάλιστα, και άμα ...(με διέκοψε απότομα)
-Εσύ θα κάθεσαι εδώ, θα ψάχνεις πίσω και άμα βρεις αυτό που ψάχνει ο πελάτης, το δίνεις, κόβεις την απόδειξη και συνεχίζεις.
-Γιατί νεκροταφείο όμως;
-Είναι πολλά αυτά που δεν γυρεύει ο κόσμος και μετά από χρόνια τα πετάμε στο χωνευτήριο.
Συνεχίσαμε την κουβέντα, με τα γραφειοκρατικά, έδωσα ΑΜΚΑ, ΑΦΜ και κάπως έτσι ολοκληρώθηκε η πρόσληψη.
Η πρώτη εβδομάδα πέρασε πανεύκολα. Ζητούσαν, έβρισκα, πλήρωναν, έφευγαν. Πορτοφόλια, ταυτότητες, τσάντες και ο,τι άλλο φανταστείς. Ένας κύριος γύρω στα πενήντα ,μου ζήτησε ένα δίσκο με παλιά ρεμπέτικα που σε έναν καυγά είχε πετάξει η γυναίκα του, τον βρήκα και αυτόν. Ήμουν θαρρώ, πολύ καλός σε αυτό που έκανα και έτσι δεν άργησε η μέρα που ζήτησα την νυχτερινή βάρδια.
Μωρέ μου έφταναν και τα 30, αλλά κάτι έπαιζε με μια γκομενίτσα, πάνω από το status και το μπάτζετ μου, οπότε ήθελα να έχω παραπάνω φράγκα για να την βγάλω κάπου πιο κυριλέ και όχι στα αριστερομάγαζα που αράζω στο κέντρο με την φτηνή μπύρα. (Εκείνη με τζίν 150 ευρώ και εγώ με τζίν απο κινέζικο. δεν είχα έτσι και πολλές ελπίδες).
Έτσι και έγινε, σήμερα ήμουν έτοιμος για ξενύχτι και εργασία, ενώ σκεφτόμουν πιθανές εξόδους για αύριο.
Όμως κανείς δεν πάταγε το πόδι του.
Και ήταν όλα ήσυχα και σκοτεινά που ανατρίχιαζα μόνος σε μια τόσο μεγάλη έκταση.
Και όπως και να το κάνεις νεκροταφείο ήταν και αυτό, άρχισα να χορεύουν στα μάτια μου διάφορα και άρχισα να φοβάμαι. Βλέπεις δεν είναι τα αντικείμενα αυτά τα οποία με φόβισαν.
Πνεύματα από χαμένους έρωτες που αναδύονταν και με ρωτούσαν αν είχε έρθει και τους ζήτησε κανείς, ΟΧΙ .
Από χαμένα λόγια που περίμεναν τις σωστές καρδιές να ακουστούν. ΟΧΙ
Απο χαμένα χρόνια που ζητούσαν να αντικρίσουν τον λόγο που χάθηκαν. ΟΧΙ
Απο χαμένες υποσχέσεις που αναζητούσαν ολοκλήρωση.
ΟΧΙ, ΟΧΙ, ΟΧΙ.
Και τιμωρητικά σε εμένα, μιας και δεν τους βόλεψε το όχι μου, να γεμίζουν το δωμάτιο με τους δικούς μου τους χαμένους έρωτες, τα χαμένα χρόνια, τα χαμένα λόγια και τις χαμένες υποσχέσεις που περίμενα, περίμενα και μόνο περίμενα δίχως ποτέ να γυρίσουν ως εξήγηση γαμώτο.
Να κλαίω, να έχω γίνει θρύψαλα άπειρα ,να περιμένω το ξημέρωμα και να γελάνε για ετούτη τη σκληρή κοινή μας μοίρα, ώσπου αποκοιμήθηκα στο πάτωμα.
Ξύπνησα, την ώρα που ήρθε το αφεντικό. Έβγαλε τα 100 ευρώ να με πληρώσει μα δεν τα δέχτηκα, του είπα να μου τα δώσει αύριο.
-Συγύρισες;
-Ποτέ δεν μπόρεσα να βάλω τάξη, αφεντικό.
Γύρισα στο σπίτι μου και με ξαναπήρε ο ύπνος μεθυσμένο και με βαριά πνευμόνια απ΄τα πολλά τσιγάρα.
Δεν ξαναπήγα για δουλειά, δεν ξανασήκωσα τηλέφωνο από το αφεντικό.
Μετά απο πολλές ημέρες, μάζεψα τα δικαιολογητικά και βουρ στον ΟΑΕΔ για μια καινούργια κάρτα ανεργίας.
Με την γκομενίτσα τελικά ποτέ δεν βγήκαμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου