Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

MY NEW TV

Εντάξει αυτό ήταν λίγο απογοητευτικό.
Είχα ξενερώσει που δυο χρόνια δεν είχα τηλεόραση στο σπίτι και δεν πέρναγε η ώρα και τώρα που χάλασα πέντε μεροκάματα για να προλάβω την προσφορά του μαγαζιού λυτρώνοντας παράλληλα τη σκέψη μου απο το γαμημένο σκουλήκι της κατανάλωσης, κάθομαι και κλαίω τα λεφτά μου.
Ειρωνία το οτι μόλις την αγόρασα, το μαγαζί κατέβασε την τεράστια διαφήμιση απο την βιτρίνα.
Όχι τίποτα άλλο, αλλά όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, ήταν και τα τελευταία μεροκάματα που έκανα και τώρα που έχω τόσο χρόνο κλεισμένος στο σπίτι, όχι απλά δεν μου κάνει παρέα αυτή η μαλακία, αλλά μου την δίνει τόσο πολύ στα νεύρα κάθε φορά που την κοιτάω που είμαι σίγουρος πως μέσα στην επόμενη εβδομάδα θα πάρω ενα πράσινο μαρκαδόρο και θα γράψω στην οθόνη της κρίμα. Α...και δυο πράσινα λουλουδάκια σκέφτομαι οτι θα την ομόρφαιναν, τέλος πάντων.
Μετά απο μισό μπουκάλι κρασί, είχα κάνει το τέλειο κεφάλι. Είχα αρχίσει να γράφω τα ποιήματα της τρίτης συλλογής μου, είχα απαντήσει με πάρα πολύ ερωτεύσιμο τρόπο στο τηλέφωνο της Νικόλ που κυνηγάω δυο μήνες και είχα μόλις ζεστάνει τη μεσημεριανή arabiata στον φούρνο μικροκυμάτων.
Α! όλα και όλα, η φτώχεια θέλει καλοπέραση μου έλεγε η συγχωρεμένη η γιαγιά μου και τι να κάνω και εγώ, το ακολουθώ.
Μέχρι να βάλω την πρώτη μπουκιά στο στόμα μου, ο Γιάννης χτύπαγε ήδη το κουδούνι μου. Και δεν τον πάω μωρέ τον μαλάκα, καλό παιδί, αλλά έχει τον απάλευτο. Τον κοιτάς, σε κοιτάει και με ένα μαγικό τρόπο ο χρόνος αρχίζει και κυλάει ανάποδα, ειδικά όταν είναι και φτιαχμένος που αρχίζει τις περίεργες ιδέες του, να κάνουμε αυτό να κάνουμε το άλλο, να πάμε εκει να πάμε παραπέρα...Σκάσε, για όνομα του θεού σκάσε!!!
Άνοιξα την πόρτα, πήρα τη σκατόφατσα μου και την πασάλειψα με δυο δόσεις βαρεμάρας και μια δόση ξενερώματος. Απτόητος ο john, πήρε ενα ποτήρι απο το νεροχύτη, έβαλε κρασί, έκατσε δίπλα μου και χωρίς να ρωτήσει άνοιξε την τηλεόραση.
-Έχω μια ιδέα μου είπε, πάω να πάρω ένα κρασί ακόμη και ετοιμάσου, έχω κάτι φοβερό που θα γουστάρεις full
-Άντε πήγαινε, αλλά κέρνα ρε φίλε, είμαι τελείως άφραγκος.
-Ναι ρε μαλάκα, εννοείται, θες κάτι άλλο;
(Για πολλά μπορεί να έκραζα τον Γιάννη, αλλά τσιγκούνης δεν ήταν. Ήταν αμέτρητες οι φορές που τα τελευταία του χρήματα τα είχε σπαταλήσει σε κρασιά και τσιγάρα μαζί μου)
-Όχι, οκ είμαι.
Ο Γιάννης έφυγε και όση ώρα έλλειπε εγώ σκεφτόμουν τι περίεργη ιδέα θα του έχει καρφωθεί στο μυαλό του. Κάπου το ξέχασα βέβαια γιατι η ανοιχτή τηλεόραση είχε αρχίσει να με ρουφάει στα πολύχρωμα σπλάχνα της. Ευτυχώς δεν άργησε. Σε πέντε λεπτά ήταν πίσω με το κρασί, ενα σακουλάκι πατατάκια ρίγανη και ενα καπνό. Αφού κάτσαμε πάλι στον καναπέ και γεμίσαμε τα ποτήρια μας, σηκώθηκε ακόμη μια φορά απο τη θέση του, έφερε τα παλιά μου αθλητικά απο την αποθήκη, ενα τσέρκι που είχα για να δίνω σχήμα στα γλυκά και κάτι γάντια που χειμώνα καλοκαίρι τα είχα πεταμένα σε μιαν άκρη κάπου στη βιβλιοθήκη.
Τα πήρε όλα αυτά και στόλισε την τηλεόραση. Χαχαχα. Φαινόταν αρκετά αστείο το θέαμα, ειδικά ο τρόπος που είχε βάλει τα γάντια πάνω στις άκρες της κεραίας. Όσο για το τσέρκι που έβαλε απο πάνω, μου εξήγησε.
-Αυτό θα ειναι το στέμμα.
-Δεν καταλαβαίνω ρε φίλε.
-Μα είναι απλό, θα πιούμε γρήγορα το κρασί μας και έπειτα θα δώσουμε στην τηλεόραση σου εξουσία. Τώρα τις έβαλα το στέμμα, μα αν θέλεις υψώνω το δεξί άκρο της κεραίας της να μας χαιρετά, όπως ο Χίτλερ, απλά άμα το κάνω, δεν θα πιάνει καλά το Πολύ μεγάλο κανάλι, και κρίμα να το ξαναψάχνεις γιατι αύριο έχει τον αγώνα που θες να δεις.
-Ρε φίλε σάλταρες;
Απάντηση δεν πήρα, αλλά καλύτερα.
 Γούσταρα να την κάνω αυτή τη μαλακία που πρότεινε ο john. Ανεβάσαμε τον ήχο, αλλάζαμε συνεχώς κανάλια, το κρασί έφτανε στο τέλος του ώσπου σε μια στιγμή, ο χώρος άρχισε να περιστρέφεται και ανοίξαμε την καρδιά μας για να δεχτούμε υπάκουα την διαταγή.
Πατήσαμε το νούμερο ένα και έτσι ξαφνικά βγήκαμε απο το σπίτι και είδαμε ένα μετανάστη. Τον κοροιδέψαμε για το χρώμα του, του πήραμε το πορτοφόλι του και σκίσαμε τις φωτογραφίες της οικογένειας του, τον δείραμε με όση οργή είχαμε και έπειτα καλέσαμε την αστυνομία και το κέντρο προστασίας μεταναστών για να έρθουν να του παράσχουν βοήθεια. Κλάψαμε και λίγο...
Πατήσαμε το νούμερο δυο και βρεθήκαμε μαζί με άλλους αγνώστους σε ενα εξαιρετικό κέντρο διασκέδασης οπου το αλκοόλ έρεε άφθονο. Και όλο μας κέρναγαν και όλο μας σήκωναν για χορό. Είχε και πάρα πολύ όμορφες γκόμενες που προφανώς γούσταραν το αλητοκουλτουριάρικο υφάκι μας καθώς γέλαγαν με τα αστεία μας και την στιγμή που πάνω στο χωρό άρχισα να τις αγγίζω ερωτικά, οχι μόνο δεν με έβρισαν αλλα δυο απο αυτές με οδήγησαν στην τουαλέτα του μαγαζιού και με άρχισαν στα αεροπλανικά...της πουτάνας με λίγα λόγια. Μόνο που όταν τέλειωσα και γύρισα στη μεγάλη σάλα, τα φώτα είχαν ανάψει, ο κόσμος είχε φύγει και οι γκόμενες που πήδηξα δεν μου είπαν ούτε καληνύχτα. Βρήκα το φίλο μου και κλάψαμε για λίγο.
Σαν παιδί είχα ένα κακό, βαριόμουν τα παιχνίδια πολύ εύκολα.
Πατήσαμε το νούμερο τρία και βρεθήκαμε στο πιο ψηλό κτήριο του κόσμου. Με το ένα χέρι αγγίζαμε τα σύννεφα και με τα μάτια μας βλέπαμε απο τα χρώματα της Νεας Υόρκης μέχρι τις βάρκες στο λιμάνι του Χονγκ Κονγκ.
Τι κάναμε εκεί; Απλα περιμέναμε να έρθουν να μας πάρουν οι άνθρωποι που αγαπήσαμε έστω για μια μέρα στη ζωή μας, για να μας πάνε να αγγίξουμε τα αστέρια.
Το διαστημόπλοιο έφτασε, μας πέταξαν την αερόσκαλα μα δεν μπορούσαν να κατέβουν πιο πολύ.
Απλώναμε τα χέρια και πηδάγαμε, μα τίποτα. Δεν γινόταν πλέον τίποτα, δεν φτάναμε οι καημένοι τα χέρια τους και δεν μπορούσαν να μας περιμένουνε για πάντα, φύγανε.
Το υψωμένο άκρο της κεραίας έπεσε μόνο του γεμίζοντας χιόνια την τηλεόραση, τον φίλο μου τον είχε πάρει ο ύπνος.
Το μυαλό μου στον στίχο του Καρυωτάκη "η ευτυχία μου, σκέπτομαι θα΄ναι ζήτημα ύψους".
Ηπια την τελευταία μου γουλιά, ρούφηξα μια γερή τζούρα και την έκλεισα.
'Εκλαψα για λιγο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου